- επιλείπω
- ἐπιλείπω (Α)1. αφήνω, εγκαταλείπω2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», Πλάτ.)3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.)4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)5. εξαντλούμαι, στερεύω, ξεραίνομαι6. είμαι ελλιπής («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», Ξεν.)7. μένω πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.